- ξεγύμνωτος
- -η, -ο[ξεγυμνώνω]1. αυτός που τού έχουν βγάλει όλα του τα ρούχα, ο τελείως γυμνός2. (για ξίφος) αυτός που είναι έξω από τη θήκη του, ξεθηκαρωμένος («πλακώνει η άλλη κόλασις... φονηάδες με τα σπαθιά ξεγύμνωτα», Βαλαωρ.).
Dictionary of Greek. 2013.